κοιταξιά — η βλέμμα, κοίταγμα, ματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοίταξ (πρβλ. κοίταξ α, αόρ. τού κοιτάζω) + κατάλ. ιά (πρβλ. αλλαξ ιά, σταξ ιά)] … Dictionary of Greek
σπρωξιά — η, Ν το σπρώξιμο, η απώθηση με τους αγκώνες ή με τις παλάμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπρωξ τού αορ. έσπρωξα τού σπρώχνω + κατάλ. ιά (πρβλ. σταξ ιά)] … Dictionary of Greek
σταλιά — η, Ν 1. στάλα, σταλαγματιά, σταγόνα 2. πολύ μικρή ποσότητα υγρού («μια σταλιά νερό») 3. μτφ. (για πρόσ., πάντα με τη λέξη μια) άτομο πολύ βραχύσωμο ή πολύ μικρής ηλικίας («είναι μια σταλιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στάλα + κατάλ. ιά (πρβλ. σταξ ιά)] … Dictionary of Greek
στεναξιά — η, Ν στεναγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέναξα, αόρ. τού στενάζω + κατάλ. ιά (πρβλ. σταξ ιά)] … Dictionary of Greek