στάξ'

στάξ'
στάξι , στάξις
dropping
fem voc sg
στάξαι , στάζω
drop
aor imperat mid 2nd sg
στάξαι , στάζω
drop
aor inf act
στάξα , στάζω
drop
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
στάξε , στάζω
drop
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοιταξιά — η βλέμμα, κοίταγμα, ματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοίταξ (πρβλ. κοίταξ α, αόρ. τού κοιτάζω) + κατάλ. ιά (πρβλ. αλλαξ ιά, σταξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • σπρωξιά — η, Ν το σπρώξιμο, η απώθηση με τους αγκώνες ή με τις παλάμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπρωξ τού αορ. έσπρωξα τού σπρώχνω + κατάλ. ιά (πρβλ. σταξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • σταλιά — η, Ν 1. στάλα, σταλαγματιά, σταγόνα 2. πολύ μικρή ποσότητα υγρού («μια σταλιά νερό») 3. μτφ. (για πρόσ., πάντα με τη λέξη μια) άτομο πολύ βραχύσωμο ή πολύ μικρής ηλικίας («είναι μια σταλιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στάλα + κατάλ. ιά (πρβλ. σταξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • στεναξιά — η, Ν στεναγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέναξα, αόρ. τού στενάζω + κατάλ. ιά (πρβλ. σταξ ιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”